- δρήστης
- οβλ. δράστης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δρήστης — δρηστήρ labourer fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δράστης — ο (θηλ. δράστις, η) (AM δράστης, θηλ. δράστις, Α και δρήστης, ο, δρῆστις, η) αυτουργός, εκτελεστής πράξης αξιόποινης κυρίως («δράστης φόνου») νεοελλ. (ειρωνικά) αυτός που είπε κάτι άνοστο ή δημιούργησε κάτι άσχημο αρχ. μσν. δραπέτης, φυγάς αρχ. 1 … Dictionary of Greek
υποδρηστεύω — Ν ὑποδρῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δρηστεύω (< δρήστης / δρᾱ στᾱς / δράστης)] … Dictionary of Greek